- γραιῶν
- γραίηold womanfem gen plγραίζωskim milkfut part act masc nom sg (attic epic doric)γραῖαold womanfem gen plγραῖαold womanfem gen pl (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γραιῶν — Γραῖα old woman fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γραικοί — Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί οι Έλληνες στη λατινική γραμματεία (Graeci στους ποιητές και Grai)και έτσι τους ονομάζουν έως τώρα όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί (Greco, Grec, Greek, Grieche κλπ.). Όπως και το όνομα Έλλην, έτσι και αυτό προέρχεται από… … Dictionary of Greek